970 likes | 1.25k Views
Ειδικές Αναπτυξιακές Διαταραχές. Αναπτυξιακές διαταραχές. Μελετώνται στο πλαίσιο της αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας – μη «φυσιολογική» ανάπτυξη του παιδιού. Η «φυσιολογική» ανάπτυξη αντικείμενο μελέτης της αναπτυξιακής ψυχολογίας.
E N D
Ειδικές Αναπτυξιακές Διαταραχές Αναπτυξιακές διαταραχές
Μελετώνται στο πλαίσιο της αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας – μη «φυσιολογική» ανάπτυξη του παιδιού. • Η «φυσιολογική» ανάπτυξη αντικείμενο μελέτης της αναπτυξιακής ψυχολογίας. • Κριτήρια καθορισμού «φυσιολογικού» – «μη φυσιολογικού»: ποικίλα και αμφιλεγόμενα. Π.χ. πότε μια συμπεριφορά «υπερκινητικότητας» κρίνεται φυσιολογική ή μη.
Ανάπτυξη του παιδιού • Αλλαγές στην ανθρώπινη συμπεριφορά σε όλη τη διάρκεια της ζωής – επικέντρωση μέχρι τα 18 χρόνια. • Οι αλλαγές περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα από κινητικές δεξιότητες, ψυχοκινητικές, γνωστικές (επίλυση προβλημάτων, κατανόηση εννοιών, απόκτηση λόγου), κοινωνικές, συναισθηματικές, προσωπικότητας και αυτοαντίληψης - διαμόρφωσης της ταυτότητας. • Οι αλλαγές μελετώνται στο κοινωνικό, πολιτισμικό και κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο.
Ανθρώπινη εξέλιξη • Αναφέρεται στην εξελικτική διαδικασία που οδήγησε στα σύγχρονα ανθρώπινα όντα. Η ανθρώπινη εξέλιξη μελετάται από διάφορες επιστήμες όπως γενετική, ανθρωπολογία, εμβρυολογία, γλωσσολογία. • Δαρβίνεια προσέγγιση • Οντογένεση: η απαρχή της ανάπτυξης ενός οργανισμού (από τη γονιμοποίηση μέχρι την ωρίμανση). Μελετάει έναν οργανισμό σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Αντικείμενο μελέτης της αναπτυξιακής ψυχολογίας – ψυχοπαθολογίας, αναπτυξιακής ψυχοβιολογίας, γνωστικών νευροεπιστημών. • Φυλογένεση: μελετάει τις αναπτυξιακές σχέσεις μεταξύ ομάδων και οργανισμών και την εξέλιξη των οργανισμών μέσα στο περιβάλλον.
Ψυχοπαθολογία της παιδικής ηλικίας (childhood psychopathology) • Οι αναπτυξιακές διαταραχές μελετώνται από την αναπτυξιακή ψυχοπαθολογία. Ταξινομούνται σε: αναπτυξιακές διαταραχές και ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές. Η ταξινόμηση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα αίτια, τα οποία κυρίως στις αναπτυξιακές διαταραχές θεωρούνται γενετικά ή οργανικά. • Η κυρίαρχη άποψη σχετικά με τα αίτια είναι αυτή της αλληλεπίδρασης: κληρονομικότητα – περιβάλλον.
Ο μηχανισμός αλληλεπίδρασης σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά είναι πολύπλοκος. • Έρευνες σε μονοωγενείς και δυοωγενείς (μονοζυγωτικούς – διζυγωτικούς) διδύμους. • Ιστορικό οικογενειών. • Ακόμη όμως και στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορεί να γίνει διάκριση του τύπου της αλληλεπίδρασης. Π.χ. η παραβατικότητα των γονιών έχει διαπιστωθεί ότι αποτελεί παράγοντα επικινδυνότητας για διαταραχές συμπεριφοράς. Κληρονομικότητα ή περιβάλλον?
Χαμηλότερος δείκτης νοημοσύνης σε μονοωγενείς διδύμους συνδέεται με γονιδιακούς ή περιγεννητικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες? • Τι γίνεται σε περιπτώσεις υιοθεσίας των διδύμων?
Αναπτυξιακές διαταραχές • Νοητική ανεπάρκεια • Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές – αυτισμός • Ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές • Ειδικές διαταραχές του λόγου • Ελλειμματική προσοχή με/ή χωρίς υπερκινητικότητα • «ειδικές» μαθησιακές δυσκολίες
Νοητική ανεπάρκεια • Νοητική καθυστέρηση • Νοητική υστέρηση • Νοητική ανεπάρκεια
Γιατί ο όρος «νοητική ανεπάρκεια» προτιμάται αντί του όρου «νοητική καθυστέρηση» Πώς μπορεί η χρήση του όρου «νοητική ανεπάρκεια» να επιδράσει στους ορισμούς της νοητικής καθυστέρησης; Πώς μπορεί η χρήση του όρου «νοητική ανεπάρκεια» να επηρεάσει τα άτομα που έχουν διαγνωστεί ή πρόκειται να διαγνωστούν νοητικά καθυστερημένα;
Η αλλαγή ορολογίας βασίζεται στη διάκριση ανάμεσα α) κατασκευή που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί ένα φαινόμενο β) όρος που χρησιμοποιείται για να ονομάσουμε το φαινόμενο γ) ορισμός που χρησιμοποιείται για να ερμηνευθεί με ακρίβεια ο όρος και να οριοθετηθεί η έννοια.
Κατασκευή = μια αφηρημένη γενική ιδέα που διαμορφώνεται με τη διευθέτηση μερών ή στοιχείων ενός παρατηρούμενου φαινομένου στο πλαίσιο της θεωρίας. Η κατασκευή της νοητικής ανεπάρκειας εμπεριέχεται στη γενικότερη κατασκευή της αναπηρίας, ορίζοντας ένα πλαίσιο αξιολόγησης και παρέμβασης στο γενικότερο πλαίσιο της κατασκευής της αναπηρίας.
Όρος = χρησιμοποιείται σε σχέση με την κατασκευή (στην περίπτωση αυτή νοητική καθυστέρηση ή νοητική ανεπάρκεια). Ο όρος πρέπει να αναφέρεται σε μια μοναδική ενότητα που επιτρέπει τη διαφοροποίηση από άλλες και διευκολύνει την επικοινωνία. Επιπλέον ο όρος πρέπει να παρουσιάζει με επάρκεια την τρέχουσα γνώση και να είναι λειτουργικός έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται για ποικίλους λόγους διάγνωση, ταξινόμηση, κ.α.
Ορισμός: = αναφέρεται στην ακριβή ερμηνεία του όρου και στην οριοθέτηση μιας έννοιας. Ο ορισμός ο οποίος προκύπτει σχετικά με τη νοητική ανεπάρκεια είναι ότι «η νοητική ανεπάρκεια χαρακτηρίζεται από σημαντικούς περιορισμούς στη νοητική λειτουργία και στην προσαρμοστική συμπεριφορά, όπως αυτές εκφράζονται σε επίπεδο εννοιολογικών, κοινωνικών και πρακτικών – προσαρμοστικών δεξιοτήτων. Η ανεπάρκεια εμφανίζεται πριν από τα 18 χρόνια». Εμφανή χαρακτηριστικά του ορισμού δεν μπορούν να σταθούν από μόνα τους Απαιτούνται διευκρινίσεις
Οι περιορισμοί που παρουσιάζονται στη λειτουργία πρέπει να υπολογιστούν με βάση το τυπικό πλαίσιο του ατόμου σε σχέση με τους συνομηλίκους και το πολιτισμικό περιβάλλον. • Η αξιόπιστη εκτίμηση λαμβάνει υπόψη τις πολιτισμικές και γλωσσικές ιδιαιτερότητες, διαφορές στον τρόπο επικοινωνίας, αισθητηριακούς, περιβαλλοντικούς και συμπεριφορικούς παράγοντες. • Εκτός από τους περιορισμούς στο άτομο συνυπάρχουν και δυνατότητες.
4.Σημαντικός λόγος περιγραφής των περιορισμών είναι να αναπτυχθεί ένα προφίλ αναγκαίας υποστήριξης. 5. Με την κατάλληλη εξατομικευμένη υποστήριξη για μια χρονική περίοδο η λειτουργικότητα της ζωής του ατόμου με νοητική ανεπάρκεια αναμένεται να βελτιωθεί.
Οι ορισμοί και η ταξινόμηση της νοητικής καθυστέρησης καθορίστηκαν από 4 απόψεις οι οποίες ισχύουν μέχρι σήμερα. • Κοινωνική προσέγγιση: άτομα με νοητική καθυστέρηση ορίζονται εκείνα τα οποία αδυνατούν να προσαρμοστούν κοινωνικά στο περιβάλλον (ο παλαιότερος ορισμός με επικέντρωση στην κοινωνική συμπεριφορά και το «φυσιολογικό» πρότυπο συμπεριφοράς)
Κλινική προσέγγιση: με την ανάδειξη του ιατρικού μοντέλου οι ορισμοί επικεντρώθηκαν στο σύνολο των συμπτωμάτων και στα κλινικά σύνδρομα χωρίς να αρνούνται το κοινωνικό κριτήριο (οργανικότητα, κληρονομικότητα, παθολογία). • Η προσέγγιση της νοημοσύνης: με το κίνημα των κριτηρίων νοημοσύνης η εμφάνιση των ορισμών επικεντρώθηκε στη μέτρηση της νοημοσύνης όπως αντικατοπτρίζεται με το ΔΝ και τις στατιστικές νόρμες ταξινόμησης της νοημοσύνης.
Η προσέγγιση δύο κριτηρίων: Η νοητική καθυστέρηση ορίζεται με τη συστηματική χρήση του ΔΝ και την προσαρμοστική συμπεριφορά.
«Η νοητική καθυστέρηση αναφέρεται σε γενική λειτουργία κάτω του φυσιολογικού, η οποία ξεκινά από την αναπτυξιακή περίοδο και συνδέεται με βλάβες στην προσaρμοστική συμπεριφορά» (AAMD, American Association on Mental Deficiency, 1959)
AAMD Γενική νοητική λειτουργία: καθορίζεται από τα αποτελέσματα μέτρησης με σταθμισμένα τεστ γενικής νοημοσύνης τα οποία αναπτύχθηκαν για το σκοπό αυτό. Κάτω του φυσιολογικού: προσδιορίζεται με ΔΝ 70 και κάτω σε σταθμισμένα τεστ νοημοσύνης. Το ανώτερο αυτό όριο μπορεί να επεκταθεί και μέχρι το 75 και άνω ανάλογα με την αξιοπιστία του κριτηρίου που χρησιμοποιείται. Αυτό έχει ιδιαίτερη αξία για σχολικό πλαίσιο εάν υπάρχουν συμπτώματα συλλογισμού και κρίσης.
Βλάβες στην προσαρμοστική συμπεριφορά: ορίζονται οι σημαντικοί περιορισμοί στην αποτελεσματικότητα του ατόμου να ανταποκριθεί στα στάνταρς ωρίμανσης, μάθησης, ατομικής ανεξαρτησίας και/ή κοινωνικής υπευθυνότητας τα οποία είναι αναμενόμενα για την ηλικία και την πολιτισμική ομάδα και καθορίζονται με κλινική εκτίμηση και σταθμισμένες κλίμακες. • Αναπτυξιακή περίοδος: καθορίζεται από τη σύλληψη μέχρι το 18ο έτος της ηλικίας.
Γνωστική λειτουργία ΝΚ Η νοητική καθυστέρηση καθορίζεται από νοητική ικανότητα κάτω του φυσιολογικού. Δείκτης γενικής νοημοσύνης εξ ορισμού καθορίζεται κάτω του 70, δηλαδή 2 τυπικές αποκλίσεις κάτω του μέσου φυσιολογικού (100) και με βάση τη γενική κατανομή του δείκτη νοημοσύνης στον πληθυσμό αφορά το 2,5%. Λόγω των νοητικών διαταραχών οι νοητικά καθυστερημένοι έχουν και διαταραχές στη μάθηση. Συχνά εμφανίζουν ανεπάρκειες στο λόγο, στη λογική σκέψη, στο συλλογισμό και στην επίλυση προβλημάτων. Επίσης έχουν διαταραχές στη γλωσσική επεξεργασία, στην κρίση και στις αναλυτικές ικανότητες.
AAMR Ανεπάρκεια = αναφέρεται στους ατομικούς περιορισμούς όταν ένα άτομο επιχειρεί να λειτουργήσει στην κοινωνία. Μια ανεπάρκεια πρέπει να εκτιμάται στο πλαίσιο των ατομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων και απαιτεί εξατομικευμένη υποστήριξη.
Νοημοσύνη = αναφέρεται στη γενική νοητική δυνατότητα. Περιλαμβάνει την ικανότητα συλλογισμού, προγραμματισμού, επίλυσης προβλημάτων, αφαιρετικής σκέψης, κατανόησης σύνθετων εννοιών, γρήγορης μάθησης και μάθησης μέσω της εμπειρίας. Παρότι δεν είναι «τέλειο», η νοημοσύνη αντικατοπτρίζεται στο βαθμό νοητικού πηλίκου που προκύπτει από σταθμισμένα τεστ τα οποία χορηγούνται από εξειδικευμένους επαγγελματίες. Εκτός από το κριτήριο του ΔΝ σημαντικό ρόλο παίζουν στον προσδιορισμό της νοητικής ανεπάρκειας δύο πρόσθετα κριτήρια, οι περιορισμοί στην προσαρμοστική συμπεριφορά και η εμφάνιση της ανεπάρκειας πριν τα 18 χρόνια.
Προσαρμοστική συμπεριφορά = περιλαμβάνει εννοιολογικές, κοινωνικές και πρακτικές δεξιότητες που οι άνθρωποι μαθαίνουν για να μπορέσουν να λειτουργήσουν στην καθημερινή τους ζωή. Σημαντικοί περιορισμοί στην προσαρμοστική συμπεριφορά επηρεάζουν την καθημερινή ζωή και την ικανότητα του ατόμου να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες καταστάσεις ή στο περιβάλλον. Η προσαρμοστική συμπεριφορά πρέπει να εκτιμηθεί με σταθμισμένα κριτήρια και ακολουθεί το μοντέλο της κατανομής Gauss όπως και τα τεστ νοημοσύνης.
Είδη προσαρμοστικής συμπεριφοράς • Εννοιολογική λόγος, γραφή, έννοιες χρημάτων, αυτό-καθοδήγηση, αφέλεια • Κοινωνική διαπροσωπικές, υπευθυνότητα, αυτοεκτίμηση, αυτό- συναίσθημα, αφέλεια, ακολουθεί κανόνες, υπακούει στους νόμους, αποφεύγει τη θυματοποίηση • Πρακτική (α) ατομικές δραστηριότητες της καθημερινής ζωής όπως φαγητό, ντύσιμο, τουαλέτα (β) λειτουργικές δεξιότητες καθημερνής ζωής, μαγείρεμα, χρήση τηλεφώνου, διαχείριση χρημάτων, μεταφορά, νοικοκυριό (γ) επαγγελματικές δεξιότητες: ανάγκη ασφαλούς περιβάλλοντος
«Η νοητική ανεπάρκεια δεν είναι κάτι που έχουμε όπως γαλάζια μάτια ή κακή καρδιά ούτε είναι κάτι που είμαστε όπως κοντοί ή λεπτοί, δεν αποτελεί μια ιατρική ανεπάρκεια ή νοητική διαταραχή. Η νοητική ανεπάρκεια είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση λειτουργίας που αρχίζει από την παιδική ηλικία και χαρακτηρίζεται από περιορισμούς τόσο στις νοητικές ικανότητες όσο και στις ικανότητες προσαρμογής. Αντικατοπτρίζει το σημείο τομής ανάμεσα στις δυνατότητες του ατόμου και στις δομές και στις προσδοκίες του περιβάλλοντος» (AAMR, 2004) Σημαντικός ρόλος της υποστήριξης του περιβάλλοντος
Η λειτουργικότητα ενός ανθρώπου μπορεί να αλλάξει ανάλογα με τις προσδοκίες μας και το είδος υποστήριξης που του παρέχουμε. Η υποστήριξη = σημαντικό χαρακτηριστικό της νέας προσέγγισης – ορισμού της νοητικής ανεπάρκειας Γίνε γέφυρα και όχι τείχος Γίνε υποστήριξη και όχι δεκανίκι
Επίπεδα ΝΚ και Υποστήριξης σύμφωνα με τον ορισμό της AAMR του 2002
Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκπαίδευση των Νοητικά Καθυστερημένων • Οι περιορισμοί στη λειτουργικότητα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το πλαίσιο στο οποίο ζει το παιδί και την κουλτούρα των συνομηλίκων. • Μια αξιόπιστη αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη της τις πολιτισμικές και γλωσσικές διαφορές, καθώς και τις διαφορές σε επίπεδο επικοινωνίας, αισθησιο-κινητικής κατάστασης και συμπεριφοράς. • Ένα άτομο δεν έχει μόνο αδυναμίες αλλά και δυνατότητες. • Το προφίλ του περιορισμού του παιδιού γίνεται για να αναπτυχθεί το αντίστοιχο προφίλ υποστήριξης. • Με την κατάλληλη εξατομικευμένη υποστήριξη για ένα μεγάλο διάστημα, η λειτουργικότητα ζωής ενός νοητικά καθυστερημένου πρέπει να βελτιώνεται.
Εκτός από το δείκτη νοημοσύνης όπως το μετρούν τα τεστ πρέπει να λαμβάνεται υπόψη: Η πρακτική νοημοσύνη: η επίδοση δηλαδή σε καθημερινή δραστηριότητα. Η κοινωνική νοημοσύνη: οι κοινωνικές δεξιότητες, οι ηθικές κρίσεις, ηδυνατότητα να χειρίζονται και τους άλλους και να χειρίζονται τις πεποιθήσεις τους.
Μέτρηση προβλημάτων και προσαρμοστική συμπεριφορά • Υπάρχει διαφορά μεταξύ επίδοσης και απόκτησης δεξιοτήτων • Προβλήματα συμπεριφοράς δεν είναι χαρακτηριστικά της προσαρμοστικής συμπεριφοράς • Η φυσική κατάσταση και η ψυχική υγεία παίζουν σημαντικό ρόλο • Η προσαρμοστική συμπεριφορά πρέπει να αξιολογείται στο πλαίσιο του διαφορετικού αναπτυξιακού σταδίου • Η προσαρμοστική συμπεριφορά πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με το πολιτισμικό πλαίσιο που επηρεάζει τα κίνητρα, την επίδοση αλλά και την παροχή ευκαιριών.
Αιτιώδεις παράγοντες νοητικής ανεπάρκειας Οι βιολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες που μπορεί να προκαλέσουν νοητική ανεπάρκεια είναι: Α. Γενετικοί παράγοντες: Το 30% περίπου των περιπτώσεων νοητικής ανεπάρκειας οφείλονται σε κληρονομικούς παράγοντες. Τέτοιοι μπορεί να είναι γενετικές ανωμαλίες, όπως σύνδρομο εύθραυστου Χ χρωμοσώμου, μονογονιδιακές ανεπάρκειες και άλλες εγγενείς μεταβολικές βλάβες, οι οποίες αν δεν εντοπιστούν και θεραπευτούν νωρίς στη ζωή στο παιδί θα εμφανίσει νοητική καθυστέρηση. Ατυχήματα και μετάλλαξη στη γενετική ανάπτυξη μπορεί να προκαλέσει νοητική καθυστέρηση. Τυπικό παράδειγμα είναι η τρισωμία 21 (ένα επιπλέον χρωμόσωμα 21) ή σύνδρομο Down ή τρισωμία 18.
Προγεννητικές ασθένειες Το σύνδρομο του εμβρυακού αλκοολισμού επηρεάζει 1 στα 3.000 παιδιά στις δυτικές κοινωνίες. Προέρχεται από αλκοολικές μητέρες ιδιαίτερα στις πρώτες 12 εβδομάδες (τρίμηνο) της εγκυμοσύνης. Έρευνες έχουν δείξει ότι και μέτρια χρήση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στη μάθηση. Η κατάχρηση επίσης ναρκωτικών και τσιγάρου έχουν συνδεθεί με τη νοητική καθυστέρηση, χωρίς όμως να έχει προσδιοριστεί η σχέση. Λοιμώξεις της μητέρας όπως ερυθρά, τοξοπλάσμωση κ.α. μπορεί να προκαλέσουν νοητική καθυστέρηση. Υπέρταση της μητέρας ή τοξαιμία περιορίζουν την οξυγόνωση του εμβρύου και μπορεί να προκαλέσουν εγκεφαλική βλάβη και νοητική καθυστέρηση. Επιπλοκές στον τοκετό μπορεί να επηρεάσουν τον εγκέφαλο και γενικά το κεντρικό νευρικό σύστημα και να προκαλέσουν νοητική ανεπάρκεια.
Παιδικές ασθένειες Παιδικές ασθένειες όπως υπερθυρεοδισμός, κοκίτης, ανεμοβλογιά, ιλαρά και βλάβες μπορεί να προκαλέσουν καθυστέρηση αν δεν θεραπευτούν σωστά και έγκαιρα. Επίσης φλεγμονές του εγκεφάλου (εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα) μπορεί να προκαλέσουν εγκεφαλική βλάβη και νοητική καθυστέρηση. Αντίστοιχα προβλήματα μπορεί να προκληθούν από τραυματικές εγκεφαλικές βλάβες.
Περιβαλλοντικοί παράγοντες Παραμέληση του βρέφους, έλλειψη φυσικών και νοητικών ερεθισμάτων μπορεί να επηρεάζουν τη φυσιολογική ανάπτυξη του και να προκαλέσουν μη αναστρέψιμες νοητικές ανεπάρκειες. Παιδιά που ζουν σε συνθήκες φτώχιας και υποφέρουν από υποσιτισμό, μη υγιεινές συνθήκες, κακοποιούνται και δέχονται ανεπαρκή φροντίδα βρίσκονται σε επικινδυνότητα. Επίσης έκθεση σε τοξικές ουσίες μπορεί να προκαλέσει νοητική καθυστέρηση.
Διάγνωση • Από την προγεννητική περίοδο αν υπάρχουν συνθήκες που μπορεί να προκαλέσουν επικινδυνότητα. • Νωρίς στη ζωή πολύπλευρες ιατρικές εξετάσεις (παιδιατρικές, αναπτυξιολογικές, νευρολογικές, αιματολογικές). • Ιατρικό, ατομικό, κοινωνικό ιστορικό. • Εκτίμηση νοητικού δυναμικού, ψυχολογικές εξετάσεις. Οι τυπικές νοητικές εκτιμήσεις με σταθμισμένα κριτήρια. • Διεπιστημονική προσέγγιση. • Ανάδειξη προφίλ δυνατοτήτων και αδυναμιών.
Σύνδρομο εύθραυστου Χ Επηρεάζει περισσότερο τα αγόρια γιατί έχουν 2 Χ χρωμόσωμα. Μπορεί να υπάρχουν σε άτομα χωρίς συμπτώματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις προκαλεί ήπια ή μέτρια νοητική καθυστέρηση. Είναι η πιο συχνή γενετική περίπτωση νοητικής καθυστέρησης σε αγόρια. Φυσικά χαρακτηριστικά: μακρουλό πρόσωπο, φαρδιά αυτιά, μειωμένο μυϊκό τόνο, μεγάλο μέτωπο και «κρεμασμένα» χέρια. Συμπεριφορικά χαρακτηριστικά: αποφεύγουν τη βλεμματική επαφή, θυμώνουν εύκολα, έχουν στερεότυπες κινήσεις, αποφεύγουν την κοινή επαφή. Πολλές φορές έχουν υπερκινητικότητα, «τρόμο» και έλλειψη συντονισμού.
Απαιτείται διαφοροδιάγνωση από τον αυτισμό. Υπάρχουν τρεις τύποι του συνδρόμου. Ο πρώτος εκδηλώνεται κατά τη γέννηση. Τα παιδιά εμφανίζουν σοβαρές γνωστικές ανεπάρκειες. Τα συμπτώματα μοιάζουν με τον αυτισμό. Η δεύτερη μορφή επηρεάζει σημαντικά την ισορροπία. Επιφέρει επίσης τρόμο και μνημονικές ανεπάρκειες. Ο τρίτος τύπος αφορά αποκλειστικά κορίτσια και οφείλεται σε πρόωρη διαταραχή της κυήσεως. Προκαλεί και προβλήματα στο γενετικό σύστημα της γυναικείας στειρότητας και πρόωρη εμμηνόπαυση.
Σύνδρομο Down • Τρισωμία 21 (95%) των περιπτώσεων 1 επιπλέον χρωμόσωμο στο 21ο ζεύγος από 1 από τους δύο γονείς. 30% των περιπτώσεων προέρχεται από τον πατέρα. (4%) των περιπτώσεων από τη μητέρα. Παρουσία ενός επιπλέον μέρους και όχι ολόκληρου του χρωμόσωμου σε συγκεκριμένα ζεύγη 13, 14 , 15 , 22 ή και ένα άλλο 21. Μικρό επάνω μέρος του χρωμόσωμου 21 και ένα άλλο χρωμόσωμο «σπάζουν» και τα δύο τμήματα που μένουν κολλάνε το ένα στο άλλο. Μωσαϊκό (1%) των περιπτώσεων 1 επιπλέον χρωμόσωμο 21 σε ένα τμήμα κυττάρου του σώματος, ενώ τα υπόλοιπα φυσιολογικά. Τα παιδιά λιγότερο επιβαρυμένα νοητικά δεν έχουν έντονα εξωτερικά χαρακτηριστικά.
Χαρακτηριστικά του συνδρόμου Down • Εξωτερικά χαρακτηριστικά : πρόσωπο στρογγυλό . Το πίσω μέρος του κεφαλιού ελαφρά πεπλατυσμένο, πρόβλημα στη σύγκλιση των ματιών, μαλλιά μαλακά και ίσια, περίσσια δέρματος στον αυχένα, στοματική κοιλότητα μικρή, μεγαλύτερη γλώσσα, ανεπαρκής μυϊκός τόνος. • Λεπτή κινητικότητα: περνάει τα αναπτυξιακά στάδια με αργότερο ρυθμό. Μπορεί να γράψει και να αντιγράψει μετά τα 10-12 χρόνια. • Αυτοεξυπηρέτηση: Μπορεί να τρώει μόνο του ύστερα από εξάσκηση και με καθυστέρηση. Μπορεί π.χ. να χρησιμοποιεί το κουτάλι στου 29 μήνες και όχι στους 14. Έλεγχος σφιγκτήρων 3-4 χρόνια ύστερα από ειδική εξάσκηση. Μπορεί να ντύνεται μόνο του γύρω στα 7 χρόνια.
Κοινωνικά – συναισθηματικά χαρακτηριστικά • Πρώτο χαμόγελο χωρίς ανταπόκριση γύρω στους 3 μήνες ενώ στα φυσιολογικά παιδιά 1,5. • Επιθυμία για αυτονομία γύρω στα 2-3 χρόνια εκδήλωση ως Άρνηση • Εκρήξεις οργής • Αποχωρισμός από τους γονείς μετά τα 4-5 χρόνια. • Παιχνίδι: περνούν τα στάδια με ρυθμό ανάπτυξης 1,5 με 2 χρόνια καθυστέρηση. • Παραμένουν στο παράλληλο • Δυσκολία στο συνεργατικό ομαδικό παιχνίδι • Δυσκολίες σχέσεων με τους συνομηλίκους και μετά τα 7 χρόνια • Αρχή δημιουργίας στίγματος
Γνωστική ανάπτυξη • Τέλος πρώτου χρόνου μονιμότητα του αντικειμένου (αναγνωρίζει οικεία πρόσωπα). • Στο δεύτερο χρόνο αρχίζει να καταλαβαίνει τη χρήση των αντικειμένων και σχέσεις αιτίας – αποτελέσματος. • Στα 3-5 αναπτύσσεται η μνήμη και η κατανόηση της έννοιας του μεγέθους. • 10-12 χρόνια και εφόσον εκπαιδευτεί κατάλληλα μπορεί να σκέφτεται πάνω σε συγκεκριμένα πράγματα. Δεν μπορεί να συλλάβει αφηρημένες έννοιες. Έτσι δημιουργεί δικό του μοντέλο για την αντίληψη του κόσμου και το τροποποιεί ανάλογα με τις εμπειρίες του. • Έχει άκαμπτους κανόνες. Οι εξαιρέσεις ή τροποποιήσεις του προκαλούν σύγχυση.
Γλωσσική ανάπτυξη • Μεγάλες διακυμάνσεις από έλλειψη λόγου – απλή γλωσσική ωριμότητα. • Δυσκολίες στην παραγωγή ομιλίας άρθρωσης (λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών). • Υπόθεση βλάβης στην ακουστικοφωνητική δίοδο επικοινωνίας. • Αντιληπτικά στάδια με επιβράδυνση περίπου 1,5 χρόνια. • Το στυλ του λόγου παραμένει τηλεγραφικό. • Κατώτερος ή διαφορετικός; • Αν είναι διαφορετικός δεν είναι συγκρίσιμος με τα φυσιολογικά. • Επιβεβαίωση ανεπάρκειας και όχι καθυστέρηση.
Γενικές διδακτικές αρχές 1. Η εισαγωγή του παιδιού στην τυπική σχολική μάθηση γίνεται με 2-3 χρόνια επιβράδυνση στις περιπτώσεις της ήπιας νοητικής καθυστέρησης. 2. Στα πρώτα χρόνια ειδικά στο νηπιαγωγείο το παιδί πρέπει να αναπτύξει ικανότητες και να συγκροτήσει εμπειρίες ώστε να λειτουργήσει στην καθημερινότητα στο σπίτι και στο άμεσο περιβάλλον. Επίσης πρέπει να αποκτήσει «καλές συνήθειες». 3. Η τυπική διδασκαλία ανάγνωσης και γραφής με διαφοροποιημένους στόχους πρέπει να αρχίζει μετά τα 9-10 χρόνια.
4.Το Αναλυτικό Πρόγραμμα πρέπει να επικεντρώνεται σε εμπειρίες που συνδέονται με βασικές σχολικές δεξιότητες που απαιτούνται στο άμεσο περιβάλλον του παιδιού. 5. Οι δραστηριότητες εντός και εκτός του Αναλυτικού Προγράμματος πρέπει να είναι συγκεκριμένες και λειτουργικές και σε καμιά περίπτωση αφηρημένες. 6. Δεν πρέπει να αναμένουμε ότι τα παιδιά αυτά θα κατακτήσουν το ίδιο επίπεδο στόχων με τους συνομηλίκους τους.
Σημαντικές επισημάνσεις • Να χρησιμοποιούνται συγκεκριμένα υλικά κατάλληλα για την ηλικία του παιδιού ανάλογα με αυτά των συμμαθητών και προσαρμοσμένα στα ενδιαφέροντά του. • Οι πληροφορίες και οδηγίες να παρουσιάζονται με μικρά ιεραρχημένα βήματα και κάθε βήμα να ελέγχεται συχνά. • Κατάλληλη και σταθερή ανατροφοδότηση. • Επεξεργασία και ανάπτυξη έργων ή δεξιοτήτων που οι μαθητές πρέπει να χρησιμοποιούν συχνά σε πλαίσια εκτός σχολείου. • Ο δάσκαλος πρέπει να θυμάται ότι δεξιότητες και έργα που πολλοί άνθρωποι τα αποκτούν χωρίς να τα διδάσκονται στην περίπτωση της νοητικής ανεπάρκειας, πρέπει να δομούνται σε μικρά βήματα ή στοιχεία και κάθε βήμα να διδάσκεται προσεκτικά.