160 likes | 298 Views
ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ. ΕΝΟΧΗ (Ο bligatio ). O νομικός δεσμός ( vinculum iuris ) με τον οποίο κάποιος υποχρεώνεται απέναντι σε άλλο σε παροχή. Παροχή: Να δώσει κάτι ( dare ) Να κάνει κάτι ( facere ) ή να παραλείψει κάτι Να παράσχει κάτι ( praestare )
E N D
ΕΝΟΧΗ (Οbligatio) • O νομικός δεσμός (vinculum iuris) με τον οποίο κάποιος υποχρεώνεται απέναντι σε άλλο σε παροχή. • Παροχή: • Να δώσει κάτι (dare) • Να κάνει κάτι (facere) ή να παραλείψει κάτι • Να παράσχει κάτι (praestare) • Ιουστινιανός, Inst. 3,13: «ο νομικός δεσμός από τον οποίο εξαναγκαζόμαστε να εκπληρώσουμε προς άλλον κάτι, κατά τους νόμους της πολιτείας μας». • Ο δεσμός συνδέει τον οφειλέτη με το δανειστή.
Αρχαϊκή περίοδος • Δεν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο: • Υποχρέωση (debitum): βαρύνει τον οφειλέτη • Ευθύνη (Obligatio): βαρύνει τρίτο = εγγυητής – «όμηρος», παραδίδεται στα χέρια του δανειστή για να εξασφαλιστεί η παροχή. • Ob + ligare = δένω. Ο εγγυητής γίνεται δέσμιος του δανειστή, υπό την κυριαρχία του. • Αν ο οφειλέτης ικανοποιήσει το δανειστή, ο εγγυητής «λυνόταν» (solvere)με ιδιαίτερη δικαιοπραξία. • Αλλιώς, ο δανειστής μπορεί να εκτελέσει κατά του εγγυητή (όχι του οφειλέτη), πουλώντας τον ως δούλο πέρα από τον Τίβερη ή σκοτώνοντάς τον. • Ανάμνηση αυτών: η ορολογία του ενοχικού δικαίου, iuris vinculum, liberare. • Αργότερα: εγγυάται και ο ίδιος ο οφειλέτης για τον εαυτό του (nexum), αν και η δυνατότητα αυτή (nexum se dare) περιορίζεται από το νόμο. • Κλασική περίοδος: η προσωπική ευθύνη του οφειλέτη αντικαθίσταται από την ευθύνη με την περιουσία του.
Γένεση ενοχών • Από αδίκημα • Ιδιωτικά (delictaprivata): ενδιαφέρουν το άτομο, την οικογένειά του, την περιουσία του. • Δημόσια (criminapublica): ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο. • Αρχικά δεν ρυθμίζονται από το δίκαιο. • Αντεκδίκηση (φόνος –ακρωτηριασμός) • Αντίποινα (talio) • Δυνατότητα παραίτησης παθόντος με συμφωνία για λύτρα (poena) με το θύτη ή την οικογένειά του, και με εγγυητές. • Η υποχρέωση προς παροχή απορρέει από τη συμφωνία και όχι από το αδίκημα. • Αργότερα, με παρέμβαση της πολιτείας γίνεται υποχρεωτική η αποδοχή της αποζημίωσης από τον παθόντα και άρα πηγή της ενοχής είναι το αδίκημα. • Από σύμβαση • Μάλλον προηγήθηκαν χρονικά. • Ο οφειλέτης υποβάλλεται μόνος του στην εξουσία του δανειστή, • με επερώτηση (sponsio) • με nexum (από το nectere = δεσμεύω), δέσμευση του οφειλέτη με δικαιοπραξία per aes et libram. • H εκπλήρωση της παροχής = μέσο απαλλαγής του οφειλέτη ή του εγγυητή από τη δέσμευση. • Προκλασική περίοδος: αναγνωρίζεται η υποχρέωση του οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή. • Ενοχές: κατατάσσονται στα ασώματα πράγματα (res incorporales)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ • Η δόση πράγματος (dare) • Η πραγματοποίηση πράξης (facere) ή παράλειψης (non facere) • H εκπλήρωση ενοχικής υποχρέωσης(praestare) • Praes (= εγγυητής) stare • Αρχικά σημαίνει μόνο την ανάληψη εγγυητικής υποχρέωσης • Μετά, κάθε ενοχικής υποχρέωσης
Κάθε παροχή αναγνωρίζεται από το δίκαιο; • Αν είναι αντικειμενικά δυνατή (D. 50.17.186, Kέλσος: Impossibiliumnullaobligatioest). • Αν η αδυναμία οφείλεται σε φυσικούς λόγους (π.χ. ο δούλος προς μεταβίβαση δε ζει), • Ή σε νομικούς λόγους (π.χ. γιατί το πράγμα είναι εκτός συναλλαγής), • Αδύνατη παροχή: αν το αντικείμενό της ανήκει ήδη στο δανειστή. • Αν είναι ανύπαρκτο: π.χ. ιπποκένταυρος, • Όταν τελεί υπό αίρεση μη πραγματοποιήσιμη, π.χ. «να αγγίξει με το δάχτυλο τον ουρανό». • Η ενοχική δικαιοπραξία τότε είναι άκυρη.
Aν η αδυναμία είναι υποκειμενική (αφορά μόνον τον οφειλέτη), η ενοχή είναι ισχυρή. • Η παροχή πρέπει να είναι θεμιτή: • να μην αντίκειται στο νόμο (lex perfecta, lex minus quam perfecta, leximperfecta). • Να μην αντίκειται στα χρηστά ήθη. • Να είναι ορισμένη: χωρίς αμφιβολία ως προς το σε τι συνίσταται. • Αν είναι αόριστη: δεν υπάρχει ενοχή. • Αν ο προσδιορισμός έχει ανατεθεί σε τρίτο ή σε ένα από τα μέρη: έγκυρη ενοχή, αν ο προσδιορισμός γίνει με κρίση αγαθού ανδρός (boniviriarbitratu). • H παροχή, στο κλασικό ρ.δ., πρέπει να είναι αποτιμητή σε χρήμα (διαδικασία per formulam, δυνατή μόνο χρηματική καταδίκη οφειλέτη).
Συμβάσεις υπέρ & σε βάρος τρίτου • Υπέρ τρίτου: Σύμβαση με την οποία τρίτος, που δεν μετέχει άμεσα ή έμμεσα στην κατάρτιση της συμβάσεως, αποκτά ευθέως από τη σύμβαση απαίτηση σε παροχή. • Κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο, είναι παντελώς άκυρες, ως προς τον τρίτο και τους συμβαλλόμενους. • Σε βάρος τρίτου: Σύμβαση με την οποία ένας συμβαλλόμενος υπόσχεται ότι τρίτος, που δεν μετείχε στην κατάρτισή της, θα προβεί σε παροχή. • Εξαιρέσεις: σύσταση δωρεάς με όρο ότι, μετά την πάροδο προθεσμίας, το αντικείμενό της θα παραδοθεί σε τρίτο, κ.ά.
Ενοχές είδους & Ενοχές γένους • Ανάλογα αν το αντικείμενο της παροχής προσδιορίζεται από τα ατομικά του χαρακτηριστικά ή από τα γενικότερα. • Σημασία: για την κατανομή του κινδύνου, αν το αντικείμενο υποστεί καταστροφή ή χειροτέρευση, από τυχαίο γεγονός. • Ενοχές είδους: τον κίνδυνο φέρει ο δανειστής. • Ενοχές γένους: τον κίνδυνο φέρει ο οφειλέτης. • Καταχρηστικό ή περιορισμένο γένος = κρασί από συγκεκριμένο πιθάρι. Τον κίνδυνο φέρει ο δανειστής. • Ποιότητα; • Ο οφειλέτης απαλλάσσεται έστω και με πράγμα χειρότερης ποιότητας, φθάνει να μην έχει ελάττωμα. • Για προστασία του δανειστή: συμφωνείται η παροχή με βάση δείγμα (exemplar). • Ιουστινιάνειο δίκαιο: ο οφειλέτης οφείλει πράγμα μέσης ποιότητας.
Διαζευκτική ενοχή • Οφείλονται δύο ή περισσότερες παροχές, αλλά ο δανειστής δικαιούται μόνο μία. • Αν η μία είναι ή καταστεί αδύνατη, η υποχρέωση περιορίζεται στις υπόλοιπες. • Το δικαίωμα επιλογής: ο οφειλέτης. • Διαζευκτική ευχέρεια = μία μόνο παροχή, αλλά ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να παράσχει αντί για το αντικείμενο της παροχής ένα άλλο.
Αγωγή (actio) • Δικονομική έννοια • Δικονομικό σύστημα per formulam. • O Πραίτορας δημιουργεί σειρά από formulae, καθεμία αντιστοιχεί σε μία ενοχή. • Οι αγωγές παίρνουν την ονομασία τους από την αιτία (causa): π.χ.actiolocati. • Actiones in factum: το Ήδικτο δεν προβλέπει αγωγή, αλλά ο Πραίτορας κρίνει μία περίπτωση άξια δικαστικής προστασίας και δημιουργεί νέα formula. • Ουσιαστική έννοια: • = αξίωση που μπορεί να προστατευθεί δικαστικά. • Οδηγεί στη δημιουργία δικονομικών αγωγών. • Aν δεν υπάρχει αγωγή (formula), δεν αναγνωρίζεται το ουσιαστικό δικαίωμα. • Μετακλασικό δίκαιο: πλήρης ελευθερία συμβάσεων.
Είδη ενοχών • Διακρίσεις: • Α) ανάλογα με την προέλευσή τους. • Ιus civile – Ius honorarium. • Β) Ανάλογα με τον είναι εξοπλισμένες με αγωγές. • Obligationesciviles – obligationesnaturales • Γ) Ανάλογα με το αν αποσκοπούν σε ορισμένο ή μη αντικείμενο παροχής. • Certum - incertum
Aνάλογα με την προέλευσή τους. • IUS CIVILE • Έχουν ήδη διαμορφωθεί το 2ο αι. π.Χ. (διαδικασίαper formulam). • Eίναι εξοπλισμένες με καλόπιστες αγωγές (iudicia ex bona fide). • Στη formulaπεριέχεται το ρήμα oportere (= Si paret…. dare facereoportere). • IUS HONORARIUM • Όσες ενοχές έκανε αγώγιμες ο Πραίτορας ή οι αγορανόμοι (actioneshonorariae), θεωρώντας κατά πλάσμα ότι συντρέχουν τα αναγκαία περιστατικά για την έγερσή τους, ή παραθέτοντας στη formulaόσα συνέτρεχαν (actiones in factum).
Β) Ανάλογα με το αν είναι εξοπλισμένες με αγωγές. • Ενοχές αυστηρού δικαίου (actionesstrictiiuris). • Δεν περιέχουν στη formulaτης αγωγής τη ρήτρα της καλής πίστης (ex fide bona). • O δικαστής (iudex)λαμβάνει υπόψιν του μόνο τα στοιχεία της formula. • Καλόπιστες ενοχές (actiones ex fide bona) • H formulaπεριλαμβάνει τη ρήτρα «ex fide bona». • O δικαστής αποκτά την εξουσία να επιλύσει τη διαφορά με γνώμονα την καλή πίστη, καθορίζοντας κατά την κρίση του τι πρέπει να καταβάλει ο εναγόμενος.
Γ) Ανάλογα με το αν αποσκοπούν σε ορισμένο ή μη αντικείμενο παροχής. • Certum • Το αντικείμενο της παροχής όπως καταχωρίζεται στην intentioτης σχετικής formulaείναι ορισμένο. • Γάιος: ορισμένο (certum) = όπου το τι (quid), το τι είδους (quale), και το ποσό (quantum) προκύπτουν από την ίδια τη δήλωση. • Kάθε υπέρβαση στο αίτημα της αγωγής (plus petitio), οδηγούσε σε απόρριψή της. • Incertum • Πάντα στις καλόπιστες αγωγές. • Γιατί το ποσό της παροχής προσδιορίζεται κατά καλή πίστη από το δικαστή. • Ο δικαστής μπορεί να λάβει υπ’ όψιν του στοιχεία όπως αν η υποχρέωση προς παροχή ήταν αποτέλεσμα απειλής του δανειστή και φόβου (metus)του οφειλέτη, ή αν η υποχρέωση δημιουργήθηκε κατόπιν δόλου (dolusmalus), και επομένως αν κατά καλή πίστη δικαιολογείται η όχι η αναγνώριση της ενοχικής υποχρέωσης.
Φυσική ενοχή (obligationaturalis) • Δεν δημιουργεί απαίτηση του δανειστή. • Δεν δημιουργεί υποχρέωση του οφειλέτη. • Δεν είναι αγώγιμη - δεκτική εκτέλεσης. • Όμως, κάθε τι που θα καταβληθεί προς εκπλήρωσή της δεν μπορεί να αναζητηθεί, ως αχρεώστητο. • Χωρεί συμψηφισμός φυσικής ενοχής με άλλη απαίτηση. • Π.χ. συναλλαγές μεταξύ υπεξουσίου –εξουσιαστή, δούλου –κυρίου, ήstipulatioόπου δεν τηρήθηκε ο τύπος.